- χολολιθικός
- η , ό[ν]1) желчнокаменный; 2) страдающий желчнокаменной болезнью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολολιθικός — ή, ό, Ν [χολόλιθος] 1. ο σχετικός με τους χολόλιθους 2. αυτός που πάσχει από χολολιθίαση … Dictionary of Greek
χολολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χολόλιθους ή στη χολολιθίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)